- ορόγαλα
- το1. το υδαρές υπόλειμμα τού γάλακτος μετά την αφαίρεση τού βουτύρου και τής τυρίνης, το τυρόγαλο2. φρ. «ορόγαλα ηλιοτροπιούχο» — θρεπτικό υπόστρωμα που χρησιμοποιείται στην καλλιέργεια τού βακτηριδίου τού τύφου και στη διάκρισή του από τα παρατυφικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ορός + γάλα].
Dictionary of Greek. 2013.